Λευκές

Λευκές
Ονομασία δύο νησιωτικών συμπλεγμάτων κατά την αρχαιότητα. 1. Συστάδα τριών μικρών νησιών, τα οποία βρίσκονται στη βόρεια ακτή της Κρήτης, στον κόλπο της Σούδας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, σχηματίστηκαν όταν οι Σειρήνες έχασαν τα φτερά τους και έπεσαν εκεί, μετά τη μάχη τους με τις Μούσες. 2. Συστάδα πέντε νησιών στην ανατολική ακτή της Λέσβου. Σήμερα ονομάζονται Τοκμάκια ή Τομάρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λεύκες — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ., 49 κάτ.) της Αμοργού. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Κύθνου. Υπάγεται …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • λευκηναί — λευκηναί, αἱ (Α) [Λευκές] κάστανα από την περιοχή Λευκές ή Λεύκες, η οποία βρισκόταν στο όρος Ίδη …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • αλοκασία — (alocasia). Γένος πολυετών, υδρόφιλων, ποωδών φυτών της οικογένειας των αροϊδών, ιθαγενών της Ινδονησίας. Καλλιεργούνται για τα ωραία, μεγάλα τους φύλλα, που στηρίζονται σε έναν μακρύ, ισχυρό μίσχο και έχουν πράσινο γυαλιστερό χρώμα με λευκές… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • Αχιλλέα, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατική ονομασία αγνώστου αττικού αγγειογράφου, από τους σημαντικότερους του ερυθρόμορφου ρυθμού. Ονομάστηκε έτσι από ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, την παράσταση του Αχιλλέα και της Βρισηίδας σε θαυμάσιο αμφορέα, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”